χαλές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαλές οι χαλέδες
      γενική του χαλέ των χαλέδων
    αιτιατική τον χαλέ τους χαλέδες
     κλητική χαλέ χαλέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαλές < (άμεσο δάνειο) αλβανική halë < τουρκική halâ < οθωμανική τουρκική خلا < αραβική خلاء (xalā')

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xaˈles/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐λές

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαλές αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά, λαϊκότροπο, παρωχημένο) αποχωρητήριο
  2. (μεταφορικά, λαϊκότροπο, παρωχημένο) ανήθικος άνθρωπος

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]