χαρακτηρολογία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαρακτηρολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Charakterologie < αρχαία ελληνικά χαρακτηρ- + -ο- + -λογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xa.ɾa.kti.ɾo.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ρα‐κτη‐ρο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαρακτηρολογία θηλυκό
- (ψυχολογία) κλάδος της ψυχολογίας που μελετά τα ατομικά γνωρίσματα των ανθρώπινων χαρακτήρων
- παιδαγωγική χαρακτηρολογία
- η χαρακτηρολογία σ' ένα μυθιστόρημα
- με τη χαρακτηρολογία μελετάμε μια πινακοθήκη των ανθρώπινων τύπων
- ※ Τρανταχτό ή ξεθυμασμένο, καγχαστικό ή παρεξηγημένο, περιφρονητικό ή εσωστρεφές, σπάνια ταυτίζεται με την ιλαρότητα
- Παπαγιαννίδου, Μαίρη. "Η χαρακτηρολογία του γέλιου" 2008.11.24, εφημερίδα Το Βήμα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- → και δείτε τη λέξη ψυχολογία ατομικών διαφορών
χαρακτηρολογία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)