χιμπατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χιμπατζής < αγγλική chimpanzee < ci-mpenzi (λέξη μιας αταξινόμητης διαλέκτου της γλώσσας Μπαντού στην Αγκόλα)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /çi.ban.ˈd͡zis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χιμπατζής αρσενικό
- (ζωολογία) μεγάλος δενδρόβιος πίθηκος που ζει στη δυτική Αφρική, και θεωρείται βιολογικά το πλησιέστερο είδος στον άνθρωπο
- (μεταφορικά) δύσμορφος άνθρωπος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
χιμπατζής στη Βικιπαίδεια