χλωριωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χλωριωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χλωριώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
χλωριωμένος, -η, -ο
- που έχει υποστεί χλωρίωση
- (χημεία) που στο μόριό του φέρει πρόσθετα ένα άτομο χλωρίου μετά από σχετική χημική αντίδραση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χλωριωμένος
|