χρηματοδοτήσιμος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρηματοδοτήσιμος < χρηματοδοτώ + -σιμος
Επίθετο
[επεξεργασία]χρηματοδοτήσιμος
- που είναι δυνατόν να χρηματοδοτηθεί
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις χρηματοδοτώ, χρήμα και δίνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρηματοδοτήσιμος
|