χρονολογημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρονολογημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χρονολογώ
Μετοχή[επεξεργασία]
χρονολογημένος, -η, -ο
- που έχει χρονολογηθεί