ψήφιση
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ψήφιση | ψηφίσεις |
γενική | ψήφισης & ψηφίσεως |
ψηφίσεων |
αιτιατική | ψήφιση | ψηφίσεις |
κλητική | ψήφιση | ψηφίσεις |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψήφιση < αρχαία ελληνική ψήφισις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψήφιση θηλυκό
- η ενέργεια του ψηφίζω, η διαδικασία και το αποτέλεσμά της
- η κυβέρνηση θα φέρει το νομοσχέδιο προς ψήφιση στη βουλή
Σύνθετα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε στη λέξη: ψήφος