ψευδοφάρμακο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψευδοφάρμακο | τα | ψευδοφάρμακα |
γενική | του | ψευδοφάρμακου & ψευδοφαρμάκου |
των | ψευδοφάρμακων & ψευδοφαρμάκων |
αιτιατική | το | ψευδοφάρμακο | τα | ψευδοφάρμακα |
κλητική | ψευδοφάρμακο | ψευδοφάρμακα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψευδοφάρμακο < ψευδο- + φάρμακο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική placebo)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψευδοφάρμακο ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) εικονικό, ανενεργό ή αδρανές φάρμακο ή ουσία που χορηγείται σε ασθενή ή σε εθελοντή, προκειμένου να ελεγχθεί η αποτελεσματικότητα ενός φαρμάκου ή εμβολίου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ψευδο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Φαρμακευτική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)