ψηλαφημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψηλαφημένος η ψηλαφημένη το ψηλαφημένο
      γενική του ψηλαφημένου της ψηλαφημένης του ψηλαφημένου
    αιτιατική τον ψηλαφημένο την ψηλαφημένη το ψηλαφημένο
     κλητική ψηλαφημένε ψηλαφημένη ψηλαφημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψηλαφημένοι οι ψηλαφημένες τα ψηλαφημένα
      γενική των ψηλαφημένων των ψηλαφημένων των ψηλαφημένων
    αιτιατική τους ψηλαφημένους τις ψηλαφημένες τα ψηλαφημένα
     κλητική ψηλαφημένοι ψηλαφημένες ψηλαφημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψηλαφημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ψηλαφώ

Μετοχή[επεξεργασία]

ψηλαφημένος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]