ωίδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
→ δείτε τη λέξη ιώδιο
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ωίδιο | τα | ωίδια |
γενική | του | ωίδιου | των | ωίδιων |
αιτιατική | το | ωίδιο | τα | ωίδια |
κλητική | ωίδιο | ωίδια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ωίδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική oïdium[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική oidium[1] < αρχαία ελληνική ὠοειδής < ᾠόν
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ωίδιο ουδέτερο
- (βοτανική) ο μύκητας Uncinula necator που προσβάλλει τα αμπέλια (κυρίως)
- (βοτανική, κατ’ επέκταση) η σχετική ασθένεια
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 ωίδιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)