ωραιότατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωραιότατος η ωραιότατη το ωραιότατο
      γενική του ωραιότατου της ωραιότατης του ωραιότατου
    αιτιατική τον ωραιότατο την ωραιότατη το ωραιότατο
     κλητική ωραιότατε ωραιότατη ωραιότατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωραιότατοι οι ωραιότατες τα ωραιότατα
      γενική των ωραιότατων των ωραιότατων των ωραιότατων
    αιτιατική τους ωραιότατους τις ωραιότατες τα ωραιότατα
     κλητική ωραιότατοι ωραιότατες ωραιότατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.ɾeˈo.ta.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ω‐ραι‐ό‐τα‐τος

Επίθετο[επεξεργασία]

ωραιότατος, -η, -ο (το θηλυκό και ωραιοτάτη, ωραιοτάτης)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]