ωρομίσθιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ωρομίσθιος, -α, -ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ωρομίσθιος αρσενικό (θηλυκό: ωρομίσθια)
ωρομίσθιος, -α, -ο
ωρομίσθιος αρσενικό (θηλυκό: ωρομίσθια)