ωρομίσθιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωρομίσθιος η ωρομίσθια το ωρομίσθιο
      γενική του ωρομίσθιου της ωρομίσθιας του ωρομίσθιου
    αιτιατική τον ωρομίσθιο την ωρομίσθια το ωρομίσθιο
     κλητική ωρομίσθιε ωρομίσθια ωρομίσθιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωρομίσθιοι οι ωρομίσθιες τα ωρομίσθια
      γενική των ωρομίσθιων των ωρομίσθιων των ωρομίσθιων
    αιτιατική τους ωρομίσθιους τις ωρομίσθιες τα ωρομίσθια
     κλητική ωρομίσθιοι ωρομίσθιες ωρομίσθια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ωρομίσθιος < ωρομίσθιο + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

ωρομίσθιος, -α, -ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ωρομίσθιος αρσενικό (θηλυκό: ωρομίσθια)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]