ἀγρευτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀγρευτικός ἀγρευτική τὸ ἀγρευτικόν
      γενική τοῦ ἀγρευτικοῦ τῆς ἀγρευτικῆς τοῦ ἀγρευτικοῦ
      δοτική τῷ ἀγρευτικ τῇ ἀγρευτικ τῷ ἀγρευτικ
    αιτιατική τὸν ἀγρευτικόν τὴν ἀγρευτικήν τὸ ἀγρευτικόν
     κλητική ! ἀγρευτικέ ἀγρευτική ἀγρευτικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀγρευτικοί αἱ ἀγρευτικαί τὰ ἀγρευτικᾰ́
      γενική τῶν ἀγρευτικῶν τῶν ἀγρευτικῶν τῶν ἀγρευτικῶν
      δοτική τοῖς ἀγρευτικοῖς ταῖς ἀγρευτικαῖς τοῖς ἀγρευτικοῖς
    αιτιατική τοὺς ἀγρευτικούς τὰς ἀγρευτικᾱ́ς τὰ ἀγρευτικᾰ́
     κλητική ! ἀγρευτικοί ἀγρευτικαί ἀγρευτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀγρευτικώ τὼ ἀγρευτικᾱ́ τὼ ἀγρευτικώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀγρευτικοῖν τοῖν ἀγρευτικαῖν τοῖν ἀγρευτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀγρευτικός < ἀγρευτής

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀγρευτικός, ή, όν

  1. ο καλός στο κυνήγι ή για κυνήγι
  2. χρήσιμος στην παγίδευση του εχθρού (π.χ. στον πόλεμο)