ἀμόργη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀμόργη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀμόργη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀμόργη θηλυκό

  1. μούργα, κατακάθι του λαδιού
  2. είδος βαφής

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀμόργη αἱ ἀμόργαι
      γενική τῆς ἀμόργης τῶν ἀμοργῶν
      δοτική τῇ ἀμόργ ταῖς ἀμόργαις
    αιτιατική τὴν ἀμόργην τὰς ἀμόργᾱς
     κλητική ! ἀμόργη ἀμόργαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμόργ
γεν-δοτ τοῖν  ἀμόργαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀμόργη < ἀμέργω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀμόργη, -ης θηλυκό

  1. ταυτόσημο με την ἀμοργίς
  2. μούργα, κατακάθι του λαδιού
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Ἀφορισμοί , (Aphorismi), 7.45, @scaife.perseus
    Ὁκόσοι τὸ ἧπαρ διάπυον καίονται ἢ τέμνονται, ἢν μὲν τὸ πῦον καθαρὸν ῥυῇ καὶ λευκὸν, περιγίγνονται (ἐν χιτῶνι γὰρ τὸ πῦον τουτέοισίν ἐστιν)· ἢν δὲ οἷον ἀμόργη ῥυῇ, ἀπόλλυνται.
    ※  4ος/3ος πκε αιώνας Θεόφραστος, Περὶ φυτῶν αἰτιῶν, 1.19.3, @scaife.perseus
    μέχρι τούτου γὰρ τὸ ἔλαιον ἐγγίνεσθαι δοκεῖ, ἀπὸ δὲ τούτου τῆς σαρκὸς ἡ αὔξησις, καὶ ἐάν γε δὴ πλείω ποιῇ ὕδατα καὶ χεῖρον γίνεσθαι τὸ ἔλαιον ἀμόργην λαμβάνον πλείω, πολλάκις δὲ καὶ σηπομένου τοῦ καρποῦ.
    ※  1ος κε αιώνας Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ἀπλῶν φαρμάκων, (Euporista vel De simplicibus medicinis), 2.77.1, @scaife.perseus
    πρὸς δὲ τὰς ἑλκώσεις τῆς μήτρας ἁρμόζει ἀμόργη ἑψητὴ περιχριομένη μετὰ κηρωτῆς σουσίνης, ἢ λύκιον ὁμοίως, ἢ χυλὸς ἀκακίας περιχριόμενος.
  3. είδος βαφής

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]