ἀνάπαυλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ανάπαυλα

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀνάπαυλ αἱ ἀνάπαυλαι
      γενική τῆς ἀναπαύλης τῶν ἀναπαυλῶν
      δοτική τῇ ἀναπαύλ ταῖς ἀναπαύλαις
    αιτιατική τὴν ἀνάπαυλᾰν τὰς ἀναπαύλᾱς
     κλητική ! ἀνάπαυλ ἀνάπαυλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀναπαύλ
γεν-δοτ τοῖν  ἀναπαύλαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀνάπαυλα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀνάπαυλα, -ης θηλυκό

  1. ανάπαυση, ανακούφιση
  2. τόπος για ανάπαυση, αναπαυτήριο, πανδοχείο
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 195 (194-195)
    παρὰ τὸν Αὑαίνου λίθον, | ἐπὶ ταῖς ἀναπαύλαις.
    Στο Ξερολίθι, | κοντά στα Ησυχαστήρια.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 113
    πορνεῖ᾽, ἀναπαύλας, ἐκτροπάς, κρήνας, ὁδούς,
    πορνεία, κονάκια, σταυροδρόμια, βρύσες, δρόμους,
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
  3. (+ γενική πράγμ.) ξεκούραση από κάτι
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 38.1
    Καὶ μὴν καὶ τῶν πόνων πλείστας ἀναπαύλας τῇ γνώμῃ ἐπορισάμεθα, ἀγῶσι μέν γε καὶ θυσίαις διετησίοις νομίζοντες, ἰδίαις δὲ κατασκευαῖς εὐπρεπέσιν, ὧν καθ᾽ ἡμέραν ἡ τέρψις τὸ λυπηρὸν ἐκπλήσσει.
    • Με συχνές θυσίες και αγώνες φροντίσαμε να μετριάζομε τους κόπους της εργασίας και να ξεκουράζομε το πνεύμα μας. Έχομε ευχάριστη ιδιωτική ο καθένας μας ζωή κι η απόλαυσή της αποδιώχνει την στενοχώρια.
      Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    • Αλλ' επί πλέον επρονοήσαμεν κατά πολλούς τρόπους και δια την ανάπαυσιν του πνεύματος από τους κόπους. Διότι έχομεν και αγώνας και ιεράς πανηγύρεις καθιερωμένας καθ' όλον το έτος και κατοικίας ευπρεπείς. Και η καθημερινή τέρψις, την οποίαν ποριζόμεθα από αυτάς, αποδιώκει τας μερίμνας της ζωής.
      Μετάφραση στη Βικιθήκη:Ελευθέριος Βενιζέλος

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις ἀνά και παύω

Πηγές[επεξεργασία]