ἀργία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αεργία, ἀεργία, ἀεργίη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀργί αἱ ἀργίαι
      γενική τῆς ἀργίᾱς τῶν ἀργιῶν
      δοτική τῇ ἀργί ταῖς ἀργίαις
    αιτιατική τὴν ἀργίᾱν τὰς ἀργίᾱς
     κλητική ! ἀργί ἀργίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀργί
γεν-δοτ τοῖν  ἀργίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀργία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀργία, -ας θηλυκό αττικός τύπος του ἀεργία

  1. αδράνεια, ραθυμία, οκνηρία, τεμπελιά
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 381 (380-382)
    τὰ χρήστ᾽ ἐπιστάμεσθα καὶ γιγνώσκομεν, | οὐκ ἐκπονοῦμεν δ᾽, οἱ μὲν ἀργίας ὕπο, | οἱ δ᾽ ἡδονὴν προθέντες ἀντὶ τοῦ καλοῦ
    • Ξέρουμε τα καλά και τα κατέχουμε, | μα δεν τα κάνουμε· άλλοι τα βαριούνται, | άλλοι όμως προτιμούν την ευχαρίστηση κι όχι το πρέπιο
      Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
    • Γνωρίζουμε πλήρως τα καλά και τα κατέχουμε, | αλλά δεν τα κάνουμε, άλλοι από ραθυμία, | άλλοι όμως προτιμούν την ευχαρίστηση από το καλό
      Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Συμπόσιον, 191b (191a-191b)
    Ἐπειδὴ οὖν ἡ φύσις δίχα ἐτμήθη, ποθοῦν ἕκαστον τὸ ἥμισυ τὸ αὑτοῦ συνῄει, καὶ περιβάλλοντες τὰς χεῖρας καὶ συμπλεκόμενοι ἀλλήλοις, ἐπιθυμοῦντες συμφῦναι, ἀπέθνῃσκον ὑπὸ λιμοῦ καὶ τῆς ἄλλης ἀργίας διὰ τὸ μηδὲν ἐθέλειν χωρὶς ἀλλήλων ποιεῖν.
    Που λες, από την ώρα που η ανθρώπινη φύση σχίστηκε σε δυο κομμάτια, το καθένα απ᾽ αυτά ποθώντας το άλλο — τον μισό εαυτό του— έτρεχε να το συναντήσει· και τύλιγαν τα χέρια τους το ένα γύρω στο άλλο και σφιχταγκαλιάζονταν λαχταρώντας να γίνουν ένα, κι έτσι πέθαιναν από την πείνα και γενικά από την απραξία, αφού δεν έστρεγαν να καταπιαστούν με τίποτε, όσο ήταν χωρισμένα το ᾽να από το άλλο.
    Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 9, 1166b
    οἳ δ᾽ αὖ διὰ δειλίαν καὶ ἀργίαν ἀφίστανται τοῦ πράττειν ἃ οἴονται ἑαυτοῖς βέλτιστα εἶναι.
    άλλοι, πάλι, από δειλία και οκνηρία αποφεύγουν να κάνουν αυτά που θεωρούν ότι είναι τα καλύτερα γι᾽ αυτούς.
    Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. (με θετική σημασία) ανάπαυση, αναψυχή
  3. (στον πληθυντικό) αργίες, διακοπές
  4. η μη καλλιέργεια των φυτών

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]