ἄζυξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἄζῠγ-
ονομαστική / ἄζυξ οἱ/αἱ ἄζυγες
      γενική τοῦ/τῆς ἄζυγος τῶν ἀζύγων
      δοτική τῷ/τῇ ἄζυγ τοῖς/ταῖς ἄζυξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄζυγ τοὺς/τὰς ἄζυγᾰς
     κλητική ! ἄζυξ ἄζυγες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄζυγε
γεν-δοτ τοῖν  ἀζύγοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πτέρυξ' όπως «πτέρυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄζυξ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἄζυξ, -ῠγος αρσενικό ή θηλυκό, και σε επιθετική λειτουργία

  1. που δεν υπόκειται σε ζυγό, που δεν αποτελεί ζευγάρι, άγαμος
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, στίχ. 805 (805-808)
    οἳ μὲν γὰρ ἡμῶν, ὄντες ἄζυγες γάμων, | οἴκους ἐρήμους ἐκλιπόντες ἐνθάδε | θάσσουσ᾽ ἐπ᾽ ἀκταῖς, οἳ δ᾽ ἔχοντες εὔνιδας | ἄπαιδες·
    Άλλοι από μας, ανύπαντροι, | τα σπίτια αφήσανε έρμα | και κάθονται δω χάμω στ᾽ ακρογιάλι, κι άλλοι είναι παντρεμένοι, | απ᾽ τα παιδιά τους όμως μακριά·
    Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στην Αυλίδα: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 694
    νέαι παλαιαὶ παρθένοι τ᾽ ἔτ᾽ ἄζυγες.
    νέες, γριές και ανύπαντρα κορίτσια.
    Μετάφραση χ.χ.: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
  2. (για τη θεά Αθηνά) παρθένος θεά
  3. μόνος, απομονωμένος
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Πολιτικά, 1.1253a @poesialatina.it
    ἅμα γὰρ φύσει τοιοῦτος καὶ πολέμου ἐπιθυμητής, ἅτε περ ἄζυξ ὢν ὥσπερ ἐν πεττοῖς.
    αφού είναι εκ φύσεως τέτοιος και φιλοπόλεμος, όπως ακριβώς το απομονωμένο πιόνι στους πεσσούς.
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.

Πηγές[επεξεργασία]