ἄρακος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ᾰρᾰκο- | |||||
ονομαστική | ὁ | ἄρακος | οἱ | ἄρακοι | |
γενική | τοῦ | ἀράκου | τῶν | ἀράκων | |
δοτική | τῷ | ἀράκῳ | τοῖς | ἀράκοις | |
αιτιατική | τὸν | ἄρακον | τοὺς | ἀράκους | |
κλητική ὦ! | ἄρακε | ἄρακοι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀράκω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀράκοιν | |||
2η κλίση, ομάδα 'θρίαμβος', Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἄρακος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἄρακος αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- «ἄρακος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Βοτανική (αρχαία ελληνικά)
- Όσπρια (αρχαία ελληνικά)