Ἐλαφηβολιών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἐλαφηβολιών οἱ Ἐλαφηβολιῶνες
      γενική τοῦ Ἐλαφηβολιῶνος τῶν Ἐλαφηβολιώνων
      δοτική τῷ Ἐλαφηβολιῶν τοῖς Ἐλαφηβολιῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἐλαφηβολιῶν τοὺς Ἐλαφηβολιῶνᾰς
     κλητική ! Ἐλαφηβολιών Ἐλαφηβολιῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἐλαφηβολιῶνε
γεν-δοτ τοῖν  Ἐλαφηβολιώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ἐλαφηβολιών < ἐλαφηβόλια < ἐλαφηβόλος < ἔλαφος[1] + βάλλω[2]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ἐλαφηβολιών, -ῶνος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μήνες του αττικού ημερολογίου[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]