ὀχλεύς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀχλεύς οἱ ὀχλεῖς
      γενική τοῦ ὀχλέως τῶν ὀχλέων
      δοτική τῷ ὀχλεῖ τοῖς ὀχλεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ὀχλέ τοὺς ὀχλέᾱς
     κλητική ! ὀχλεῦ ὀχλεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀχλεῖ
γεν-δοτ τοῖν  ὀχλέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὀχλεύς < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὀχλεύς, -έως αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]