ὁπλίτης
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ὁπλῑτα- | |||||
ονομαστική | ὁ | ὁπλίτης | οἱ | ὁπλῖται | |
γενική | τοῦ | ὁπλίτου | τῶν | ὁπλιτῶν | |
δοτική | τῷ | ὁπλίτῃ | τοῖς | ὁπλίταις | |
αιτιατική | τὸν | ὁπλίτην | τοὺς | ὁπλίτᾱς | |
κλητική ὦ! | ὁπλῖτᾰ | ὁπλῖται | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὁπλίτᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ὁπλίταιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ὁπλίτης αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) βαριά οπλισμένος πεζός
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Κριτίας, 119b
- ἀναβάτας, ἔτι δὲ συνωρίδα χωρὶς δίφρου καταβάτην τε μικράσπιδα καὶ τὸν ἀμφοῖν μετ' ἐπιβάτην τοῖν ἵπποιν ἡνίοχον ἔχουσαν, ὁπλίτας δὲ δύο καὶ τοξότας σφενδονήτας τε ἑκατέρους δύο, γυμνῆτας δὲ λιθοβόλους καὶ ἀκοντιστὰς τρεῖς ἑκατέρους, ναύτας δὲ τέτταρας εἰς πλήρωμα διακοσίων καὶ χιλίων νεῶν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Κριτίας, 119b
- (σε επιθετική λειτουργία) (θηλυκό ὁπλῖτις)
- ⮡ ἀνὴρ ὁπλίτης, ὁπλίτης δρόμος, ὁπλίτης στρατός, ὁπλίτης κόσμος (η πανοπλία)
- ※ 6ος/5ος αιώνας πκε - ⌘ Αισχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας στίχος 466 (465-467) @greek-language-gr Μετάφραση: Γιάννης Γρυπάρης
- ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπον·
ἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσεις
στείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον, ἐκπέρσαι θέλων- Κι η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδι,
έναν οπλίτη που ανεβαίνει σκάλα επάνω
σε πύργο εχθρών μ᾽ απόφαση για να τον πάρει·
- Κι η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδι,
- ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπον·
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ἀνθοπλίτης
- ὁπλιστής
- ὁπλιταγωγός
- ὁπλίτας (δωρικός τύπος )
- ὁπλιτεία
- ὁπλιτεύω
- Ὁπλίτης
- ὁπλιτικός
- ὁπλῖτις
- ὁπλιτοδρομέω
- ὁπλιτοδρόμος
- ὁπλιτοπάλης
- πανοπλίτης
→ και δείτε τη λέξη ὅπλον
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- ὁπλίτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὁπλίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως τα -ης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίτης (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλάτωνα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα μονογενή μονοκατάληκτα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)