Morgen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Morgen | die | Morgen |
γενική | des | Morgens | der | Morgen |
δοτική | dem | Morgen | den | Morgen |
αιτιατική | den | Morgen | die | Morgen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Morgen (de) αρσενικό
- το πρωί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | das Morgen | - |
γενική | des Morgen | - |
δοτική | dem Morgen | - |
αιτιατική | das Morgen | - |
Morgen (de) ουδέτερο