Mutter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | die Mutter | die Mütter |
γενική | der Mutter | der Mütter |
δοτική | der Mutter | den Müttern |
αιτιατική | die Mutter | die Mütter |
Mutter (de) θηλυκό
- η μητέρα
- hier ist meine Mutter - ορίστε η μητέρα μου