Mutter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Mutter | die | Mütter |
γενική | der | Mutter | der | Mütter |
δοτική | der | Mutter | den | Müttern |
αιτιατική | die | Mutter | die | Mütter |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Mutter < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική muoter < παλαιά άνω γερμανική muoter < πρωτογερμανική *mōder < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *méh₂tēr [1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Mutter (de) θηλυκό
- (οικογένεια) η μητέρα
Χαϊδευτικά[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- Adoptivmutter
- Gebärmutter
- Großmutter
- Königinmutter
- Mütterberatungsstelle
- Muttergesellschaft
- Muttergottes
- Mutterkuchen
- Mutterland
- Mutterleib
- Mutterliebe
- Muttermal
- Muttermilch
- Mütterpass
- Mutterschaftshilfe
- Mutterschutz
- mutterseelenallein
- Muttersprache
- Muttertag
- Pflegemutter
- Schwiegermutter
- Stiefmutter
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Mutter στη γερμανική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
- ↑ Mutter - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά θηλυκά (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Οικογένεια (γερμανικά)