Μετάβαση στο περιεχόμενο

Sohn

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Sohn die Söhne
γενική des Sohnes
Sohns
der Söhne
δοτική dem Sohn
Sohne
den Söhnen
αιτιατική den Sohn die Söhne

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Sohn < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική sun / son < παλαιά άνω γερμανική sun [1] < πρωτογερμανική *sunu- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *suHnús [2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /zoːn/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Sohn (de) αρσενικό

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Sohn στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Sohn - Duden online.
  2. Sohn - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Sohn αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 ,



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Sohn < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Sohn αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Sohn < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Sohn αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden