καιροσκοπισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καιροσκοπισμός οι καιροσκοπισμοί
      γενική του καιροσκοπισμού των καιροσκοπισμών
    αιτιατική τον καιροσκοπισμό τους καιροσκοπισμούς
     κλητική καιροσκοπισμέ καιροσκοπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καιροσκοπισμός < καιροσκόπος + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική opportunisme)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ce.ɾo.sko.piˈzmos/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καιροσκοπισμός αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]