υποθάλαμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υποθάλαμος | οι | υποθάλαμοι |
γενική | του | υποθάλαμου & υποθαλάμου |
των | υποθάλαμων & υποθαλάμων |
αιτιατική | τον | υποθάλαμο | τους | υποθάλαμους & υποθαλάμους |
κλητική | υποθάλαμε | υποθάλαμοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποθάλαμος < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) νεολατινική hypothalamus, hypo- αρχαία ελληνική ὑπό (υπο-) + θάλαμος[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.poˈθa.la.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐θά‐λα‐μος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υποθάλαμος αρσενικό
- (ανατομία) μέρος του εγκεφάλου που σχετίζεται με την έκλυση ορμονών και πρωτόγονα ένστικτα όπως η πείνα, η δίψα, ο ύπνος, η κούραση και η ρύθμιση της θερμοκρασίας του σώματος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υποθάλαμος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ υποθάλαμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)