φι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φι ουδέτερο άκλιτο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- στο πι και φι: πολύ γρήγορα (από την παλιά συνήθεια στα σχολεία να ζητούν οι δάσκαλοι από τους μαθητές να πουν τα χειλικά σύμφωνα, δηλαδή το πι,βι,φι) (→ δείτε τη λέξη άψε σβήσε)