χαβιάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαβιάρι | τα | χαβιάρια |
γενική | του | χαβιαριού | των | χαβιαριών |
αιτιατική | το | χαβιάρι | τα | χαβιάρια |
κλητική | χαβιάρι | χαβιάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαβιάρι < μεσαιωνική ελληνική χαβιάρι [1] < τουρκική havyar < οθωμανική τουρκική خاویار (havyar) < περσική خاویار (xâvyâr) < خایه (xâye: αβγό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂ōwyóm (ᾠόν / αβγό)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαβιάρι ουδέτερο
- (γαστρονομία) ακριβό έδεσμα από αβγά οξυρρύγχου
Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- χαβιάρι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαβιάρι
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ υπάρχει και η άποψη: < μεσαιωνική ελληνική *ταριχαβγ(ι)άρι(ο)ν (με απόσπαση) < τάριχος (πβ. ταριχευμένος) + αβγό
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)