χόνδρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χόνδρος | οι | χόνδροι |
γενική | του | χόνδρου | των | χόνδρων |
αιτιατική | τον | χόνδρο | τους | χόνδρους |
κλητική | χόνδρε | χόνδροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χόνδρος < αρχαία ελληνική χόνδρος (σβώλος από κάτι που δεν έχει αλεστεί πλήρως και χόνδρος με τη σημερινή έννοια)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χόνδρος αρσενικό
- (ανατομία) στερεός αλλά ελαστικός ιστός στις αρθρώσεις πολλών ζώων
- ιστός που αποτελεί ολόκληρο το ερειστικό σύστημα οργανισμών οι οποίοι δεν διαθέτουν οστέινο σκελετό