stroke
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /stroʊk/ (ΗΠΑ)
- Audio (US)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stroke (en)
- χάδι
- (ιατρική) εγκεφαλικό
- χτύπημα, πχ με όπλο ή το χτύπημα της μπάλας σε αθλήματα όπως το γκολφ, το τένις, το κρίκετ
- γραμμή που σύρεται με στυλό ή μολύβι
- πινελιά
- το χτύπημα του ρολογιού που δείχνει την ώρα
- on the stroke of midnight
- η ώθηση του πιστονιού
- στιλ κολύμβησης
- he is good not only in butterfly but in other strokes as well
- (στην κωπηλασία) η κίνηση του κουπιού μέσα στο νερό
- (στην κωπηλασία) ο κωπηλάτης που βρίσκεται πιο κοντά στην πρύμνη της λέμβου
- (στην επαγγελματική πάλη), backstage influence.
- (ΗΒ) το σύμβολο "/"
- (στο σκουός) πόντος που δίνεται σε παίκτη αν ο αντίπαλος τον παρεμποδίσει στην προσπάθειά του· βλέπε squash στην αγγλόφωνη Βικιπαίδεια.
[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
stroke (en)
- (μεταβατικό) χαϊδεύω (κινώντας το χέρι προς μία κατεύθυνση)
- (μεταβατικό) (στο κρίκετ) χτυπώ τη μπάλα με το μπαστούνι με μια απαλή κίνηση