stroke

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /strəʊk/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /stroʊk/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

stroke (en)

  1. χάδι
    she gave the cat a stroke - χάιδεψε (απαλά) τη γάτα
     συνώνυμα: caress
  2. (ιατρική) εγκεφαλικό
     συνώνυμα: cerebrovascular accident, CVA
  3. χτύπημα, π.χ. με όπλο ή το χτύπημα της μπάλας σε αθλήματα όπως το γκολφ, το τένις, το κρίκετ
     συνώνυμα: blow, hit
  4. γραμμή που σύρεται με στυλό ή μολύβι
  5. πινελιά
     συνώνυμα: brushstroke
  6. το χτύπημα του ρολογιού που δείχνει την ώρα
    on the stroke of midnight - όταν σημάνει μεσάνυχτα
  7. η ώθηση του πιστονιού
     συνώνυμα: push, thrust
  8. στιλ κολύμβησης
    he is good not only in butterfly but in other strokes as well
    λείπει η μετάφραση
  9. (στην κωπηλασία) η κίνηση του κουπιού μέσα στο νερό
  10. (στην κωπηλασία) ο κωπηλάτης που βρίσκεται πιο κοντά στην πρύμνη της λέμβου
  11. (στην επαγγελματική πάλη), backstage influence.
  12. (ΗΒ) το σύμβολο "/"
     συνώνυμα: forward slash, shilling sign, slant, slash, solidus, virgule
  13. (στο σκουός) πόντος που δίνεται σε παίκτη αν ο αντίπαλος τον παρεμποδίσει στην προσπάθειά του
    → δείτε  squash στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

stroke (en)

  1. (μεταβατικό) χαϊδεύω (κινώντας το χέρι προς μία κατεύθυνση)
  2. (μεταβατικό) (στο κρίκετ) χτυπάω τη μπάλα με το μπαστούνι με μια απαλή κίνηση