Μετάβαση στο περιεχόμενο

stroke

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /strəʊk/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /stroʊk/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
stroke strokes

stroke (en)

  1. το χτύπημα, π.χ. με όπλο ή το χτύπημα της μπάλας σε αθλήματα όπως το γκολφ, το τένις, το κρίκετ
      the stroke of the ball - το χτύπημα της μπάλας
     συνώνυμα: blow, hit
  2. μια επιτυχημένη προσπάθεια ή ενέργεια
      The idea was a stroke of genius.
    Η ιδέα ήταν ευφυέστατη.
      a stroke of luck - εύνοια της τύχης
      What a stroke of luck!
    Τι τύχη!
      I just had a stroke of inspiration!
    Μου ήρθε μια έμπνευση!
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, ιατρική) το εγκεφαλικό
      After a powerful stroke, she became paralyzed on her right side.
    Ύστερα από ένα ισχυρό εγκεφαλικό έπαθε παράλυση της δεξιάς πλευράς.
     συνώνυμα: cerebrovascular accident, CVA
  4. η κίνηση στην κωπηλασία ή κολύμβηση, η κίνηση μέσα στο νερό, η απλωτή, η οργιά
      I swim/I row with slow/fast strokes.
    Κολυμπώ/Κωπηλατώ με αργές/γρήγορες κινήσεις.
      In two to three strokes he reached land.
    Με δυο τρεις απλωτές, έφτασε στη στεριά.
      With a few strokes I reached him.
    Με λίγες οργιές τον έφτασα.
  5. στιλ κολύμβησης
      the breaststroke - το πρόσθιο
      the backstroke - το ύπτιο
      the freestyle (stroke) - το ελεύθερο
  6. (στην κωπηλασία) ο κωπηλάτης που βρίσκεται πιο κοντά στην πρύμνη της λέμβου
  7. το χάδι
      a tender stroke - τρυφερό χάδι
     συνώνυμα: caress
  8. η πινελιά, ίχνος χρώματος που αφήνει το πινέλο, το στυλό, το μολύβι κτλ. πάνω σε μια επιφάνεια· η κίνηση του πινέλου, στυλό κτλ.
      blue/green strokes - μπλε/πράσινες πινελιές
      He painted it quickly in a few strokes.
    Το ζωγράφισε στα γρήγορα με μερικές πινελιές.
      Try writing your name with only a single stroke of your pen/single pen stroke.
    Δοκίμασε να γράψεις το όνομά σου με μια μονοκοντυλιά.
     συνώνυμα: brushstroke
  9. το χτύπημα του ρολογιού που δείχνει την ώρα
      the stroke of a clock - το χτύπημα ενός ρολογιού
      on the stroke of three - όταν το ρολόι χτύπησε τρεις
      on the stroke of midnight - όταν σημάνει μεσάνυχτα
  10. η ώθηση του πιστονιού
     συνώνυμα: push, thrust
  11. (βρετανική σημασία) το σύμβολο "/"
     συνώνυμα: forward slash, shilling sign, slant, slash, solidus, virgule
  12. (στο σκουός) πόντος που δίνεται σε παίκτη αν ο αντίπαλος τον παρεμποδίσει στην προσπάθειά του
     δείτε  squash στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συγγενικά

[επεξεργασία]
ενεστώτας stroke
γ΄ ενικό ενεστώτα strokes
αόριστος stroked
παθητική μετοχή stroked
ενεργητική μετοχή stroking

stroke (en)

  1. (μεταβατικό) χαϊδεύω κινώντας το χέρι προς μία κατεύθυνση
      She (gently) stroked the cat.
    Χάιδεψε (απαλά) τη γάτα.
      couples stroking each other in the park - ζευγαράκια χαϊδεύονται στο πάρκο
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη fondle
  2. (μεταβατικό) (στο κρίκετ) χτυπάω τη μπάλα με το μπαστούνι με μια απαλή κίνηση