ανέραστος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 12: Γραμμή 12:
===={{συνώνυμα}}====
===={{συνώνυμα}}====
* [[ανερώτευτος]]
* [[ανερώτευτος]]
===={{μερική συνωνυμία|el}}====
* [[ασεξουαλικός]]
* [[ασέξουαλ]]


===={{αντώνυμα}}====
===={{αντώνυμα}}====

Αναθεώρηση της 16:26, 22 Δεκεμβρίου 2015

Δείτε επίσης: ἀνέραστος

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανέραστος η ανέραστη το ανέραστο
      γενική του ανέραστου της ανέραστης του ανέραστου
    αιτιατική τον ανέραστο την ανέραστη το ανέραστο
     κλητική ανέραστε ανέραστη ανέραστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανέραστοι οι ανέραστες τα ανέραστα
      γενική των ανέραστων των ανέραστων των ανέραστων
    αιτιατική τους ανέραστους τις ανέραστες τα ανέραστα
     κλητική ανέραστοι ανέραστες ανέραστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανέραστος < (ελληνιστική κοινήἀνέραστος < αρχαία ελληνική ἐράω / ἐρῶ

Επίθετο

ανέραστος, -η, -ο

  1. που δεν ερωτεύεται, που ζει χωρίς έρωτα στη ζωή του
  2. (κατ’ επέκταση) άκαρδος, σκληρός
  3. ο ασεξουαλικός, ο ασέξουαλ

Συνώνυμα

Πρότυπο:μερική συνωνυμία

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις