καθορίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 6: Γραμμή 6:


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}''' ({{παθ}}: [[καθορίζομαι]])
# [[ορίζω]], [[προσδιορίζω]] με ακρίβεια, συχνά κατά τρόπο επίσημο και οριστικό
# [[ορίζω]], [[προσδιορίζω]] με ακρίβεια, συχνά κατά τρόπο επίσημο και οριστικό
#: ''Οι δύο συναρμόδιοι υπουργοί συσκέφτηκαν για να '''καθορίσουν''' το ύψος του πλαφόν για τα καύσιμα.''
#: ''Οι δύο συναρμόδιοι υπουργοί συσκέφτηκαν για να '''καθορίσουν''' το ύψος του πλαφόν για τα καύσιμα.''
# αποτελώ πολύ σημαντικό χαρακτήρα για την πορεία και την τελική μορφή που αποκτά κάτι
# [[αποτελώ]] πολύ σημαντικό χαρακτήρα για την πορεία και την τελική μορφή που αποκτά κάτι
#: ''οι σκληρές συνθήκες της παιδικής του ηλικίας '''καθόρισαν''' το χαρακτήρα του''
#: ''οι σκληρές συνθήκες της παιδικής του ηλικίας '''καθόρισαν''' το χαρακτήρα του''



Αναθεώρηση της 04:11, 15 Ιουνίου 2020

Δείτε επίσης: καθορώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καθορίζω < Πρότυπο:ετυμ grc-koi καθορίζω < κατά + αρχαία ελληνική ὁρίζω < ὅρος < πρωτοελληνική wórwos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *werw- ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική déterminer)

Ρήμα

καθορίζω (παθητική φωνή: καθορίζομαι)

  1. ορίζω, προσδιορίζω με ακρίβεια, συχνά κατά τρόπο επίσημο και οριστικό
    Οι δύο συναρμόδιοι υπουργοί συσκέφτηκαν για να καθορίσουν το ύψος του πλαφόν για τα καύσιμα.
  2. αποτελώ πολύ σημαντικό χαρακτήρα για την πορεία και την τελική μορφή που αποκτά κάτι
    οι σκληρές συνθήκες της παιδικής του ηλικίας καθόρισαν το χαρακτήρα του

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις