πάθος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 83.168.20.51 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Sarri.greek Ετικέτα: Επαναφορά |
|||
Γραμμή 36: | Γραμμή 36: | ||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή|πολύ ισχυρό συναίσθημα}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|passion}} |
* {{en}} : {{τ|en|passion}} |
||
<!-- * {{az}} : {{τ|az|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{az}} : {{τ|az|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 07:23, 25 Νοεμβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πάθος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πάθος
Ουσιαστικό
πάθος ουδέτερο
- πολύ ισχυρό συναίσθημα που υπερισχύει της λογικής
- ερωτικό πάθος
- μεγάλη αγάπη και ενθουσιασμός για κάτι, ολοκληρωτική αφοσίωση, μεγάλη ενεργητικότητα και αποφασιστικότητα για την επίτευξη κάποιου στόχου
- πάθος για τη ζωγραφική
- ρίχτηκε στον αγώνα με πάθος
- το αντικείμενο του πάθους
- η μουσική είναι το πάθος της
- πάθημα, κάτι οδυνηρό που σε κάνει να υποφέρεις σωματικά ή ψυχικά
- τα Πάθη του Χριστού
- των παθών μου τον τάραχο
- Πρότυπο:γραμμ μεταβολή ενός φθόγγου
- η ανομοίωση των δασέων είναι ένα από τα χαρακτηριστικά πάθη των συμφώνων στην αρχαία ελληνική
- (παρωχημένο) (συνήθως στον πληθυντικό) αφροδίσιο νόσημα
Εκφράσεις
- (τραβάω) τα πάθη του λιναριού / τα πάθη του Χριστού / των παθών μου τον τάραχο: (περνάω) πολύ μεγάλη ταλαιπωρία, σωματική ή ψυχική
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πάθος < πάσχω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
πάθος
- οτιδήποτε, είτε καλό είτε κακό, από το οποίο κάποιος πάσχει
- ατύχημα
- αρρώστια
- διάθεση, κατάσταση
- Πρότυπο:φιλοσοφία οι ιδιότητες των πραγμάτων
- Πρότυπο:γραμμ η αλλαγή φθόγγου ή κατάληξης
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)