άμυλο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→{{μεταφράσεις}}: πρόσθεσα μία δεύτερη αγγλική μετάφραση |
→{{μεταφράσεις}}: Πρόσθεσα την γερμανική μετάφραση |
||
Γραμμή 26: | Γραμμή 26: | ||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{fr}} : {{τ|fr|amidon}} |
* {{fr}} : {{τ|fr|amidon}} |
||
* {{de}} : {{τ|de|Stärke}}, {{τ|de|Amylum}} |
|||
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{he}} : {{τ|he|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{he}} : {{τ|he|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 15:52, 16 Ιανουαρίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άμυλο | τα | άμυλα |
γενική | του | άμυλου & αμύλου |
των | άμυλων & αμύλων |
αιτιατική | το | άμυλο | τα | άμυλα |
κλητική | άμυλο | άμυλα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- άμυλο < (ελληνιστική κοινή) ἄμυλον < αρχαία ελληνική ἄμυλος < ἀ- (στερητικό) + μύλη
Ουσιαστικό
άμυλο ουδέτερο
- ένας από τους υδατάνθρακες· μια λευκή, άοσμη φυτική ουσία που βρίσκεται στους σπόρους των δημητριακών και της πατάτας