ποδάρι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 19: | Γραμμή 19: | ||
{{(}} |
{{(}} |
||
*[[ποδαρόδρομος]] |
*[[ποδαρόδρομος]] |
||
*[[ανεμοπόδαρος]] |
|||
*[[βρομοπόδαρος]] |
*[[βρομοπόδαρος]] |
||
*[[γοργοπόδαρος]] |
*[[γοργοπόδαρος]] |
||
*[[κακοπόδαρος]] |
*[[κακοπόδαρος]] |
||
*[[καλαμοπόδαρος]] |
|||
*[[καλοπόδαρος]] |
*[[καλοπόδαρος]] |
||
*[[καρεκλοπόδαρο]] |
*[[καρεκλοπόδαρο]] |
||
*[[κατσικοπόδαρος]] |
*[[κατσικοπόδαρος]] |
||
{{-}} |
|||
*[[λαγοπόδαρο]] |
*[[λαγοπόδαρο]] |
||
*[[μακροπόδαρος]] |
|||
*[[μονοπόδαρος]] |
|||
*[[ξυλοπόδαρο]] |
*[[ξυλοπόδαρο]] |
||
*[[ξυλοπόδαρος]] |
|||
*[[πλατυπόδαρος]] |
|||
*[[στραβοπόδαρος]] |
*[[στραβοπόδαρος]] |
||
*[[τραγοπόδαρος]] |
*[[τραγοπόδαρος]] |
||
*[[φτεροπόδαρος]] |
|||
*[[χοντροπόδαρος]] |
|||
{{)}} |
{{)}} |
||
Αναθεώρηση της 13:54, 12 Απριλίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ποδάρι | τα | ποδάρια |
γενική | του | ποδαριού | των | ποδαριών |
αιτιατική | το | ποδάρι | τα | ποδάρια |
κλητική | ποδάρι | ποδάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- ποδάρι < μεσαιωνική ελληνική ποδάρι < αρχαία ελληνική ποδάριον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική πούς
Ουσιαστικό
ποδάρι ουδέτερο
- (οικείο) το πόδι
- Το πνεύμα μου σκοτίζεται· / η γη υπό τα ποδάρια μου / γέρνει. (Ανδρέας Κάλβος, Το Φάσμα)
Εκφράσεις
- δουλειές του ποδαριού: ευκαιριακές εργασίες
- ο διάολος έχει πολλά ποδάρια
- έσπασε ο διάολος το ποδάρι του
- σήκωσε τον κόσμο στο ποδάρι
- όποιος δεν έχει μυαλό έχει ποδάρια