εγκατάλειψη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
+ συλλ
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
Γραμμή 19: Γραμμή 19:
* [[εγκαταλείπω]]
* [[εγκαταλείπω]]
{{βλ|και=1|λείπω}}
{{βλ|και=1|λείπω}}
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}

Αναθεώρηση της 14:53, 25 Μαΐου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εγκατάλειψη οι εγκαταλείψεις
      γενική της εγκατάλειψης* των εγκαταλείψεων
    αιτιατική την εγκατάλειψη τις εγκαταλείψεις
     κλητική εγκατάλειψη εγκαταλείψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγκαταλείψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εγκατάλειψη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγκατάλειψις (υπόλειμμα) (-σις > -ση) < ἐγκαταλείπω[1]

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐γκα‐τά‐λει‐ψη
παλιότερος συλλαβισμός: εγ‐κα‐τά‐λει‐ψη

Ουσιαστικό

εγκατάλειψη θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εγκαταλείπω
    η εγκατάλειψή του από τη μητέρα του τον σημάδεψε βαθιά
    καταδικάστηκε σε φυλάκιση για εγκατάλειψη θύματος τροχαίου
    αντίκρισαν στο έρημο σπίτι μια εικόνα πλήρους εγκατάλειψης

Συγγενικά

→ και δείτε τη λέξη λείπω

Μεταφράσεις

Αναφορές