πέτρωμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Κανονική υπαγωγή, μεταφράσεις με 4 ίσον για τεχνικούς λόγους. / δρθ πετρω + μα
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
Γραμμή 16: Γραμμή 16:
===={{βλέπε}}====
===={{βλέπε}}====
{{ΒΠ}} (είδη πετρωμάτων)
{{ΒΠ}} (είδη πετρωμάτων)
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
Γραμμή 73: Γραμμή 73:
*#: {{πχ}} ''το '''πέτρωμα''' που έφερνε η μορφή της Μέδουσας''
*#: {{πχ}} ''το '''πέτρωμα''' που έφερνε η μορφή της Μέδουσας''
*# [[ακινητοποίηση]] από φόβο ή έκπληξη
*# [[ακινητοποίηση]] από φόβο ή έκπληξη
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}

Αναθεώρηση της 23:26, 25 Μαΐου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πέτρωμα τα πετρώματα
      γενική του πετρώματος των πετρωμάτων
    αιτιατική το πέτρωμα τα πετρώματα
     κλητική πέτρωμα πετρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: πέ‐τρω‐μα

Ετυμολογία 1

πέτρωμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πέτρωμα (πέτρινη μάζα), αρχαία σημασία: (λιθοβολισμός) < πετρόω / πετρῶ, σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Gestein ή απόδοση για τη γαλλική roche[1][2]

Ουσιαστικό

πέτρωμα ουδέτερο

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις


Ετυμολογία 2

πέτρωμα < πετρώ(νω) + -μα

Ουσιαστικό

πέτρωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Συγγενικά

Αναφορές

  1. πέτρωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.