έγγραμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έγγραμμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική engram < αρχαία ελληνική ἐν + γράμμα < γράφω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έγγραμμα ουδέτερο
- φυσική ή βιοχημική αλλαγή στον νευρικό εγκεφαλικό ιστό, που λειτουργεί ως το φυσικό αποτύπωμα μιας μνήμης, το υπόβαθρο μιας μνήμης
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έγγραμμα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)