ακαινοτόμητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακαινοτόμητος < (ελληνιστική κοινή) ἀκαινοτόμητος < αρχαία ελληνική καινοτομέω / καινοτομῶ < καινοτόμος < καινός + τέμνω
Επίθετο[επεξεργασία]
ακαινοτόμητος, -η, -ο
- που δεν έχει κάνει ή δεν έχει υποστεί καινοτομίες, αλλαγές ή νεωτερισμούς
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις καινοτόμος, καινός και τέμνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακαινοτόμητος
|