ακλεής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακλεής η ακλεής το ακλεές
      γενική του ακλεούς* της ακλεούς του ακλεούς
    αιτιατική τον ακλεή την ακλεή το ακλεές
     κλητική ακλεή(ς) ακλεής ακλεές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακλεείς οι ακλεείς τα ακλεή
      γενική των ακλεών των ακλεών των ακλεών
    αιτιατική τους ακλεείς τις ακλεείς τα ακλεή
     κλητική ακλεείς ακλεείς ακλεή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακλεής < αρχαία ελληνική ἀκλεής < ἀ- + κλέος

Επίθετο[επεξεργασία]

ακλεής, -ής, -ές

(λόγιο)
  1. που δεν έχει κλέος ή δόξα
     συνώνυμα: άδοξος
  2. που δεν έχει (καλή) φήμη
     συνώνυμα: άσημος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]