ακουαρέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακουαρέλα < (άμεσο δάνειο) βενετική aquarela[1]
- γνώμη Μπαμπινιώτη < (άμεσο δάνειο) γαλλική aquarelle < παλαιά ιταλική acquarella < λατινική aquarius (υδάτινος) < aqua (νερό)[2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ku.aˈɾe.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κου‐α‐ρέ‐λα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακουαρέλα θηλυκό
- η υδατογραφία
- είδος χαρτιού το οποίο χρησιμοποιείται για υδατογραφίες
- το υλικό, η νερομπογιά που χρησιμοποιείται για την υδατογραφία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακουαρέλα
→ δείτε τη λέξη υδατογραφία |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ακουαρέλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)