ακροαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.kɾo.a.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρο‐α‐στι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
ακροαστικός, -ή, -ό
- (ιατρική)
- (για μέρη του σώματος) που μπορούν να τον ακροαστούν
- ↪ Εχεις ακροαστικά, ίσως είναι βρογχίτιδα
- που μπορεί να συμβεί με την ακρόαση ή να δημιουργηθεί κάτι από αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) ακροαστικά: ανακαλύψεις που βρέθηκαν με την ιατρική εξέταση της ακρόασης
- (για μέρη του σώματος) που μπορούν να τον ακροαστούν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακροαστικός
|