αμαυρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμαυρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αμαυρώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
αμαυρωμένος, -η, -ο
- που έχει χάσει τη λάμψη του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμαυρωμένος
|