αναπαύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναπαύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναπαύω < ἀνά + παύω (ανα- + παύω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.naˈpa.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐παύ‐ω
Ρήμα
[επεξεργασία]αναπαύω, αόρ.: ανάπαυσα/ανέπαυσα/ανάπαψα, παθ.φωνή: αναπαύομαι, π.αόρ.: αναπαύθηκα/αναπαύτηκα, μτχ.π.π.: αναπαυμένος/(αναπαμένος)[1]
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη παύω
Κλίση
[επεξεργασία]Ενεργητική φωνή: αόριστοι: ανάπαυσα, ανέπαυσα, ανάπαψα
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναπαύω | ανάπαυα | θα αναπαύω | να αναπαύω | αναπαύοντας | |
β' ενικ. | αναπαύεις | ανάπαυες | θα αναπαύεις | να αναπαύεις | ανάπαυε | |
γ' ενικ. | αναπαύει | ανάπαυε | θα αναπαύει | να αναπαύει | ||
α' πληθ. | αναπαύουμε | αναπαύαμε | θα αναπαύουμε | να αναπαύουμε | ||
β' πληθ. | αναπαύετε | αναπαύατε | θα αναπαύετε | να αναπαύετε | αναπαύετε | |
γ' πληθ. | αναπαύουν(ε) | ανάπαυαν αναπαύαν(ε) |
θα αναπαύουν(ε) | να αναπαύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανάπαυσα | θα αναπαύσω | να αναπαύσω | αναπαύσει | ||
β' ενικ. | ανάπαυσες | θα αναπαύσεις | να αναπαύσεις | ανάπαυσε | ||
γ' ενικ. | ανάπαυσε | θα αναπαύσει | να αναπαύσει | |||
α' πληθ. | αναπαύσαμε | θα αναπαύσουμε | να αναπαύσουμε | |||
β' πληθ. | αναπαύσατε | θα αναπαύσετε | να αναπαύσετε | αναπαύστε | ||
γ' πληθ. | ανάπαυσαν αναπαύσαν(ε) |
θα αναπαύσουν(ε) | να αναπαύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναπαύσει | είχα αναπαύσει | θα έχω αναπαύσει | να έχω αναπαύσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναπαύσει | είχες αναπαύσει | θα έχεις αναπαύσει | να έχεις αναπαύσει | έχε αναπαυμένο | |
γ' ενικ. | έχει αναπαύσει | είχε αναπαύσει | θα έχει αναπαύσει | να έχει αναπαύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναπαύσει | είχαμε αναπαύσει | θα έχουμε αναπαύσει | να έχουμε αναπαύσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναπαύσει | είχατε αναπαύσει | θα έχετε αναπαύσει | να έχετε αναπαύσει | έχετε αναπαυμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αναπαύσει | είχαν αναπαύσει | θα έχουν αναπαύσει | να έχουν αναπαύσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αναπαυμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αναπαυμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αναπαυμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αναπαυμένο |
Παθητική φωνή:
- αόριστοι: αναπαύτηκα, αναπαύθηκα
- μετοχή: αναπαυμένος (και αναπαμένος, λαϊκότροπο, λογοτεχνικό)
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναπαύομαι | αναπαυόμουν(α) | θα αναπαύομαι | να αναπαύομαι | ||
β' ενικ. | αναπαύεσαι | αναπαυόσουν(α) | θα αναπαύεσαι | να αναπαύεσαι | (αναπαύου) | |
γ' ενικ. | αναπαύεται | αναπαυόταν(ε) | θα αναπαύεται | να αναπαύεται | ||
α' πληθ. | αναπαυόμαστε | αναπαυόμαστε αναπαυόμασταν |
θα αναπαυόμαστε | να αναπαυόμαστε | ||
β' πληθ. | αναπαύεστε | αναπαυόσαστε αναπαυόσασταν |
θα αναπαύεστε | να αναπαύεστε | (αναπαύεστε) | |
γ' πληθ. | αναπαύονται | αναπαύονταν αναπαυόντουσαν |
θα αναπαύονται | να αναπαύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναπαύτηκα | θα αναπαυτώ | να αναπαυτώ | αναπαυτεί | ||
β' ενικ. | αναπαύτηκες | θα αναπαυτείς | να αναπαυτείς | αναπαύσου | ||
γ' ενικ. | αναπαύτηκε | θα αναπαυτεί | να αναπαυτεί | |||
α' πληθ. | αναπαυτήκαμε | θα αναπαυτούμε | να αναπαυτούμε | |||
β' πληθ. | αναπαυτήκατε | θα αναπαυτείτε | να αναπαυτείτε | αναπαυτείτε | ||
γ' πληθ. | αναπαύτηκαν αναπαυτήκαν(ε) |
θα αναπαυτούν(ε) | να αναπαυτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναπαυτεί | είχα αναπαυτεί | θα έχω αναπαυτεί | να έχω αναπαυτεί | αναπαυμένος | |
β' ενικ. | έχεις αναπαυτεί | είχες αναπαυτεί | θα έχεις αναπαυτεί | να έχεις αναπαυτεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναπαυτεί | είχε αναπαυτεί | θα έχει αναπαυτεί | να έχει αναπαυτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναπαυτεί | είχαμε αναπαυτεί | θα έχουμε αναπαυτεί | να έχουμε αναπαυτεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναπαυτεί | είχατε αναπαυτεί | θα έχετε αναπαυτεί | να έχετε αναπαυτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναπαυτεί | είχαν αναπαυτεί | θα έχουν αναπαυτεί | να έχουν αναπαυτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αναπαυμένος - είμαστε, είστε, είναι αναπαυμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αναπαυμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αναπαυμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αναπαυμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αναπαυμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αναπαυμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αναπαυμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανα- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)