αναπυρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναπυρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναπυρώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
αναπυρωμένος
- ο αναζωπυρωμένος, που άναψε ξανά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναπυρωμένος
|