ανεβατός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανεβατός | η | ανεβατή | το | ανεβατό |
γενική | του | ανεβατού | της | ανεβατής | του | ανεβατού |
αιτιατική | τον | ανεβατό | την | ανεβατή | το | ανεβατό |
κλητική | ανεβατέ | ανεβατή | ανεβατό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανεβατοί | οι | ανεβατές | τα | ανεβατά |
γενική | των | ανεβατών | των | ανεβατών | των | ανεβατών |
αιτιατική | τους | ανεβατούς | τις | ανεβατές | τα | ανεβατά |
κλητική | ανεβατοί | ανεβατές | ανεβατά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεβατός < ανεβαίνω
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεβατός
- ανεβατό ψωμί
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- το ανεβατό ως ουσιαστικό σημαίνει το μαλακό κοκκώδες υπόξινο και δίζως κόρα τυρί των Γρεβενών το οποίο σερβίρεται με κουτάλι
- η ανεβατή ως ουσιαστικό είναι η γεμωτή, είδος κεντήματος με παράλληλες κολλητές βελονιές ώστε να μη φαίνεται το ύφασμα ούτε από την καλή ούτε από την ανάποδη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεβατός
|