αντιαφριστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιαφριστικός < αντι- + αφριστικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική antifoaming)
Επίθετο
[επεξεργασία]αντιαφριστικός, -ή, -ό
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιαφριστικός