αποκτηνωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποκτηνωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποκτηνώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
αποκτηνωμένος, -η, -ο
- που έχει αποκτηνωθεί, που έχει χάσει τις πνευματικές, ηθικές ή ψυχικές του ικανότητες