ασυγκράτητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ασυγκράτητος, -η, -ο
- που δεν αναχαιτίζεται, ακράτητος
- που δε συγκρατείται
- ασυγκράτητο κλάμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασυγκράτητος