αυτοδυναμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυτοδυναμία < αυτοδύναμος + -ια ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-reliance)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυτοδυναμία θηλυκό
- η ιδιότητα του αυτοδύναμου, η στήριξη κάποιου στις προσωπικές του δυνάμεις χωρίς τη συνδρομή ξένων δυνάμεων
- (πολιτική) η επίτευξη απόλυτης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από ένα κόμμα, κάτι που του επιτρέπει να σχηματίσει μόνο του κυβέρνηση, χωρίς να έχει ανάγκη υποστήριξης από άλλα κόμματα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αυτοδύναμα
- αυτοδύναμο
- αυτοδύναμος
- → δείτε τις λέξεις αυτός και δύναμη
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτοδυναμία